Τυρρηνούς

Τυρρηνούς
Τυρρηνός
Tyrrhenian
masc acc pl
Τυρσηνός
Tyrrhenian
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τυρρηνικός — ή, ό / τυρρηνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και τυρσηνικός Α [Τυρρηνός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τυρρηνούς ή στην Τυρρηνία νεοελλ. φρ. α) «Τυρρηνική Θάλασσα» τμήμα τής δυτικής Μεσογείου που βρίσκεται μεταξύ τής Κορσικής, τής Σαρδηνίας και τής… …   Dictionary of Greek

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

  • ληστοσαλπιγκτής — ληστοσαλπιγκτής, ὁ (Α) (κωμική λέξη στον Μένανδρο για τους Τυρρηνούς, τους εφευρέτες τής σάλπιγγας) ληστής σαλπιγκτής …   Dictionary of Greek

  • παιδεραστία — Έρωτας ενηλίκου ανδρός προς ανήλικο άτομο. Η π. είναι γνωστή από την αρχαιότητα με την έννοια όμως του έρωτα ενός άνδρα για ανήλικο αγόρι. Οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, οι Τυρρηνοί, οι Κέλτες, οι Ιάπωνες και οι Κινέζοι καλλιέργησαν ιδιαίτερα την π.,… …   Dictionary of Greek

  • τάγης — I Μυστηριώδης μορφή των Ετρούσκων (Τυρρηνών) και εγγονός του Δία. Κατά τη μυθολογία, όταν κάποτε ο Τάρχων όργωνε τη γη, άνοιξε βαθύ αυλάκι, και από εκεί ξεπήδησε ο Τ. με μορφή παιδιού αλλά φρόνηση μεγάλου. Ο T., δίδαξε σε αυτόν και στους… …   Dictionary of Greek

  • τήβεννος — Είδος μανδύα ή χλαμύδας των αρχαίων Ρωμαίων. Τη φορούσαν αρχικά άνδρες και γυναίκες, και ιστορικές πληροφορίες αναφέρουν πως την πήραν από τους Τυρρηνούς. Τη φορούσαν όλοι οι Ρωμαίοι πολίτες ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη. Η μόνη διαφορά… …   Dictionary of Greek

  • τυρρηνίζω — Α [Τυρρηνός] μιμούμαι τους Τυρρηνούς, ζω και φέρομαι όπως οι Τυρρηνοί …   Dictionary of Greek

  • Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι …   Dictionary of Greek

  • Λυσικράτη, μνημείο του- — Μνημείο της αρχαίας Αθήνας, χορηγός του οποίου υπήρξε ο Αθηναίος πολίτης Λυσικράτης (4ος αι. π.Χ.). Η ανέγερσή του χρονολογείται στο 335/4 π.Χ. Πάνω σε αυτό τοποθετήθηκε ένας χάλκινος τρίποδας με τον οποίο είχε βραβευθεί ο Λυσικράτης. Το μνημείο… …   Dictionary of Greek

  • σπλαχνοσκοπία — Η μελέτη των σπλάχνων ζώου, που πρόκειται να θυσιαστεί, με σκοπό τη πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων. Αποτελεί κλάδο της μαντικής και συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων, στους οποίους διαδόθηκε τον 7o αι. π.Χ. από τους Χαλδαίους, τους Αιγυπτίους τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”